Μαθηματικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: μαθηματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mathematicus, wiskundige, de wiskundige, een wiskundige
Μαθηματικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαθηματικός

μαθηματικός διαγωνισμός 2014, μαθηματικός διαγωνισμός μικρός ευκλείδης 2014, μαθηματικός περιηγητής, μαθηματικός διαγωνισμός, μαθηματικός διαγωνισμός δημοτικού, μαθηματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μαθηματικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μαθήτρια στα ολλανδικά - student, leerling, schoolmeisje, schoolgirl, school meisje, schoolmeisje dat, schoolmeisje van
  • μαθηματικά στα ολλανδικά - rekenkunst, rekenkunde, cijferen, cijferkunst, wiskunde, de wiskunde, Mathematics, ...
  • μαθητής στα ολλανδικά - discipel, student, aanhanger, adept, leerling, lerende, leerder, ...
  • μαθητεία στα ολλανδικά - assistentschap, leer, leertijd, leerlingwezen, het leerlingwezen, stage, leerlingstelsel
Τυχαίες λέξεις
Μαθηματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: mathematicus, wiskundige, de wiskundige, een wiskundige