Woeling στα ελληνικά

Μετάφραση: woeling, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστάτωση, αναταραχή, αναδεύω, κινώ, πτερυγίζω, φασαρία, κινούμαι, ανακατεύω, σάλος, ενόχληση, ταραχή, αναταράξεις, αναταραχής, στροβιλισμού
Woeling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bestek στα ελληνικά - εκτείνω, εκτείνομαι, επεκτείνω, διάσταση, χώρος, μέγεθος, αναλογία, ...
  • lunair στα ελληνικά - σεληνιακός, σεληνιακό, σεληνιακή, σεληνιακού, σεληνιακά
  • oplettend στα ελληνικά - προσεκτικός, γνωστικός, παρατηρητικός, παρατηρητικοί, προσεκτικό, παρατηρητικό
  • oppositie στα ελληνικά - αντοχή, αντίθεση, αντίσταση, αντιπολίτευση, αντιπολίτευσης, ανακοπής, της αντιπολίτευσης
Τυχαίες λέξεις
Woeling στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστάτωση, αναταραχή, αναδεύω, κινώ, πτερυγίζω, φασαρία, κινούμαι, ανακατεύω, σάλος, ενόχληση, ταραχή, αναταράξεις, αναταραχής, στροβιλισμού