Zelfverzekerd στα ελληνικά
Μετάφραση: zelfverzekerd, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σίγουρος, βέβαιος, πεπεισμένος, αυτοπεποίθηση, σίγουροι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deposito στα ελληνικά - ταμείο, επαναθέτω, προσχώνω, αποθήκη, ίζημα, κατάθεση, κατάθεσης, ...
- keel στα ελληνικά - λαιμός, λαιμό, λαιμού, το λαιμό, του λαιμού
- klei στα ελληνικά - άργιλος, πηλός, πηλό, αργίλου, άργιλο
- slijk στα ελληνικά - ίζημα, λάσπη, γλίτσα, κυλώ, στάζω, βούρκο, mire, ...
Τυχαίες λέξεις
Zelfverzekerd στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σίγουρος, βέβαιος, πεπεισμένος, αυτοπεποίθηση, σίγουροι
Μεταφράσεις: σίγουρος, βέβαιος, πεπεισμένος, αυτοπεποίθηση, σίγουροι