Áporodott στα ελληνικά
Μετάφραση: áporodott, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεριποίητος, πνιγηρός, νους και καπνισμένους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- behorpadás στα ελληνικά - στραπατσάρισμα, βαθούλωμα, βαθουλώνω, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent
- kegyhely στα ελληνικά - λάρνακα, παρεκκλήσι, βωμός, λειψανοθήκη, ναός, Παρεκκλήσι, Shrine
- különvonat στα ελληνικά - ειδικό τρένο, ειδική αμαξοστοιχία
- mesés στα ελληνικά - απίθανος, υπέροχος, καταπληκτικά, υπέροχα, υπέροχη, μυθική, υπέροχο
Τυχαίες λέξεις
Áporodott στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεριποίητος, πνιγηρός, νους και καπνισμένους
Μεταφράσεις: απεριποίητος, πνιγηρός, νους και καπνισμένους