Árokpart στα ελληνικά

Μετάφραση: árokpart, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάχωμα, τράπεζα, όχθη, αναχώματος, επιχώματος, επίχωμα, επίχωση
Árokpart στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kiterjesztett στα ελληνικά - επέκταση, διαδίδω, φουντώνω, απλώνω, επεκτάθηκε, επεκταθεί, διευρυμένη, ...
  • kukoricapálinka στα ελληνικά - καλαμπόκι, καλαμποκιού, αραβοσίτου, το καλαμπόκι, αραβοσιτέλαιο
  • közvetítés στα ελληνικά - κάλυψη, μεσολάβηση, διαμεσολάβησης, διαμεσολάβηση, μεσολάβησης, τη διαμεσολάβηση
  • nyugvóhely στα ελληνικά - κρεβάτι, τόπο ανάπαυσης, τόπος ανάπαυσης, χώρο ανάπαυσης, σημείο ανάπαυσης
Τυχαίες λέξεις
Árokpart στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάχωμα, τράπεζα, όχθη, αναχώματος, επιχώματος, επίχωμα, επίχωση