Ón στα ελληνικά

Μετάφραση: ón, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κασσίτερος, κονσέρβα, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, του κασσιτέρου
Ón στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akiknek στα ελληνικά - των οποίων, του οποίου, του οποίου η, των οποίων οι, των οποίων η
  • faház στα ελληνικά - καμπίνα, θαλαμίσκος, σαλέ, Chalet, το Σαλέ, Σπίτι
  • fogadó στα ελληνικά - πανδοχείο, Inn, το πανδοχείο, πανδοχείου, χάνι
  • másnaposság στα ελληνικά - πονοκέφαλο, hangover, απόλυση, το hangover, τον πονοκέφαλο
Τυχαίες λέξεις
Ón στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κασσίτερος, κονσέρβα, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, του κασσιτέρου