Λέξη: έγκλιση
Σχετικές λέξεις: έγκλιση
οριστική έγκλιση, έγκλιση προστακτική, μαγνητική έγκλιση, ευκτική έγκλιση, έγκλιση τόνου αρχαία, έγκλιση τόνου, δυνητική έγκλιση, έγκλιση ρήματος, έγκλιση του τόνου, ρηματική έγκλιση
Συνώνυμα: έγκλιση
διάθεση, έγκλιση γραμματικής, ψυχική διάθεση, κλίση, ροπή, έφεση
Μεταφράσεις: έγκλιση
έγκλιση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mood, inclination
έγκλιση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
modo, humor, estado de ánimo, ánimo, el estado de ánimo, ambiente
έγκλιση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anwandlung, stimmung, laune, launisch, Stimmung, Laune, Stimmungs, die Stimmung
έγκλιση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mode, changeant, disposition, diapason, assiette, façon, manière, ambiance, humeur, l'humeur, d'humeur, atmosphère
έγκλιση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
umore, modo, stato d'animo, animo, d'animo, l'umore
έγκλιση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humor, monumento, modo, ambiência, estado de espírito, clima, disposição
έγκλιση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemoedsgesteldheid, stemming, sfeer, gemoedstoestand, moreel, humeur, mood
έγκλιση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тональность, настроение, наклонение, настроенность, настроения, настрой, настроением, настроении
έγκλιση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
humør, lune, stemning, humøret, stemningen, stemnings
έγκλιση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stämning, sinnesstämning, humör, stämningen, mood, humöret
έγκλιση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mieliala, tunnelma, ilmapiiri, mielentila, tuulella, mielialan, tunnelman
έγκλιση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stemning, humør, stemningen, humøret
έγκλιση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nálada, způsob, náladu, nálady, náladě, mood
έγκλιση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tryb, usposobienie, nastrojenie, humor, atmosfera, nastrój, samopoczucie, nastroju, mood, nastroje
έγκλιση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
létmód, hangnem, létforma, diszpozíció, hangulat, hangulatban, hangulatot, hangulati, hangulatát
έγκλιση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mizaç, ruh hali, duygudurum, ruh, mood
έγκλιση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жебрачка, жебрак, настрій, настроение
έγκλιση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
humor, Gjendja, disponimin, gjendje shpirtërore
έγκλιση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
настроение, настроението, на настроението
έγκλιση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
настрой
έγκλιση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meeleolu, tuju, meeleolule, tujus, mood
έγκλιση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raspoloženje, narav, način, raspoloženja, volja, raspoloženju, ugođaj, raspolozzenje
έγκλιση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skap, skapi, Andrúmsloftið, andrúmsloft, stemmningin
έγκλιση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuotaika, nuotaikos, nuotaiką, mood
έγκλιση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
oma, noskaņojums, garastāvoklis, garastāvokļa, garastāvokli, noskaņojumu
έγκλιση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
расположение, расположението, на расположението, расположени
έγκλιση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dispoziție, starea de spirit, Starea, dispozitie, stare
έγκλιση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzdušje, razpoloženje, mood, razpoloženja, volje
έγκλιση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nálada, nálady
Τυχαίες λέξεις