Öntözés στα ελληνικά
Μετάφραση: öntözés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- baloldali στα ελληνικά - αριστερά, άφησε, αριστερό, αφήνεται, μείνει
- elferdített στα ελληνικά - καλλιεργημένος, σοφιστικέ, εξεζητημένος, παραμορφωμένη, διαστρεβλωμένη, παραμόρφωσε, αλλοίωσε, ...
- expanzív στα ελληνικά - επεκτατικός, επεκτατική, επεκτατικής, επεκτατικές, επεκτατικό
- ok στα ελληνικά - κίνητρο, λόγος, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για
Τυχαίες λέξεις
Öntözés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
Μεταφράσεις: άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά