Alakítható στα ελληνικά

Μετάφραση: alakítható, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαστικός, σχηματίζεται, σχηματίζονται, που σχηματίζεται, σχηματίστηκε, διαμορφώνεται
Alakítható στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alakvas στα ελληνικά - μορφώνω, διαμορφώνω, σχήμα, σχηματίζω, το σχήμα, διαμορφώνουν, διαμορφώσει, ...
  • alakzat στα ελληνικά - διευθέτηση, διάταξη, σχηματισμός, διαμόρφωση, σχηματισμό, σχηματισμού, το σχηματισμό
  • alakítás στα ελληνικά - πλαισίωση, διάρθρωση, σχηματίζοντας, σχηματισμού, σχηματίζουν, σχηματισμό, σχηματίζει
  • alamizsna στα ελληνικά - ψυχικό, ελεημοσύνη, ελεημοσύνες, ελεημοσύνης, την ελεημοσύνη, ελεημοσύνην
Τυχαίες λέξεις
Alakítható στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαστικός, σχηματίζεται, σχηματίζονται, που σχηματίζεται, σχηματίστηκε, διαμορφώνεται