Alaptétel στα ελληνικά

Μετάφραση: alaptétel, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξίωμα, δόγμα, δόγματος, θεωρία, διδασκαλία, το δόγμα
Alaptétel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alapszó στα ελληνικά - βάθρο, ευτελής, βασική, βασικό, βασικού, βασικές, βασικών
  • alaptalanul στα ελληνικά - λάθος, λανθασμένα, εσφαλμένα, κακώς, αχρεωστήτως, εσφαλμένως
  • alapvonal-fejlesztés στα ελληνικά - εξάπλωση, διαστολή, βασική, την έναρξη, γραμμή βάσης, αρχική τιμή, βασική γραμμή
  • alapvágat στα ελληνικά - δρόμος
Τυχαίες λέξεις
Alaptétel στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξίωμα, δόγμα, δόγματος, θεωρία, διδασκαλία, το δόγμα