Apuka στα ελληνικά

Μετάφραση: apuka, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαμπάς, παπά, Papa, παπα, ο παπα
Apuka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aprószén στα ελληνικά - μπόσικος, χαλαρός, λάσκος, αργοκίνητος, μικρό, μικρή, μικρά, ...
  • apu στα ελληνικά - μπαμπάς, πατερούλης, Daddy, μπαμπά, ο μπαμπάς
  • apácazárda στα ελληνικά - μονή, γυναικείο μοναστήρι, μοναστήρι, γυναικεία μονή, μοναστηριού
  • apát στα ελληνικά - ηγούμενος, ηγούμενο, ηγουμένου, ηγούμενου, abbot
Τυχαίες λέξεις
Apuka στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαμπάς, παπά, Papa, παπα, ο παπα