Beácsolt στα ελληνικά

Μετάφραση: beácsolt, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενός, σφιχτός
Beácsolt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezárás στα ελληνικά - κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, πώμα, πώματος
  • bezáródás στα ελληνικά - συμπερίληψη, προσθήκη, κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, πώμα, πώματος
  • beágyazódás στα ελληνικά - ταινία, εμφύτευση, την εμφύτευση, Η εμφύτευση, Implantation, Εμφύτευσης
  • beállítás στα ελληνικά - προσέγγιση, πλησιάζω, προσεγγίζω, μέθοδος, σύνθεση, ρύθμιση, περιβάλλον, ...
Τυχαίες λέξεις
Beácsolt στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενός, σφιχτός