Befogófej στα ελληνικά
Μετάφραση: befogófej, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαβή, πιάνω, κράτημα, κεφαλή σύσφιξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- befoglalás στα ελληνικά - περιβάλλον, Επισυνάπτω, εσωκλείοντας, Παρενθετικό, επισυνάπτοντας, που περικλείει
- befogó στα ελληνικά - στάδιο, πόδι, σύσφιξης, σύσφιξη, συσφίξεως, συσφίγξεως, σύσφιγξης
- befogópofa στα ελληνικά - σαγόνι, γνάθου, σιαγόνα, σιαγόνας, γνάθο
- befogószerkezet στα ελληνικά - σφίγγω, συσφίγγω, πένσα, αρπάγη, λαβίδα, αρπάγης, συλλήψεως
Τυχαίες λέξεις
Befogófej στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαβή, πιάνω, κράτημα, κεφαλή σύσφιξης
Μεταφράσεις: λαβή, πιάνω, κράτημα, κεφαλή σύσφιξης