Bemocskoló στα ελληνικά
Μετάφραση: bemocskoló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατάστατος, ρυπαίνω, σπιλώσουν, κηλιδώνω, βεβηλώνω, λερώνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bemerítés στα ελληνικά - σέσουλα, βύθιση, εμβάπτιση, εμβάπτισης, βύθισης, εμβαπτίσεως
- bemetszés στα ελληνικά - εγκοπή, εγκοπής, notch, εντομή, εγκοπών
- bemondás στα ελληνικά - κλήση, τηλεφωνώ, πείραγμα, quip, ειρωνεύομαι, ευφυολογώ, ευφυολογία
- bemondó στα ελληνικά - αναγγέλων, εκφωνητής, αναγγέλλων, εκφωνητή, αναγγέλλοντα
Τυχαίες λέξεις
Bemocskoló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατάστατος, ρυπαίνω, σπιλώσουν, κηλιδώνω, βεβηλώνω, λερώνω
Μεταφράσεις: ακατάστατος, ρυπαίνω, σπιλώσουν, κηλιδώνω, βεβηλώνω, λερώνω