Λέξη: αναποτελεσματικός
Σχετικές λέξεις: αναποτελεσματικός
αναποτελεσματικός συνώνυμο, αναποτελεσματικός συνώνυμα
Μεταφράσεις: αναποτελεσματικός
αναποτελεσματικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inefficient, ineffective, ineffectual, inefficiency, an inefficient
αναποτελεσματικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ineficaz, ineficaces, inefectiva, inefectivo, inefectivos
αναποτελεσματικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unrationell, unwirksam, wirkungslos, ineffektiv, unwirksamen, unwirksame
αναποτελεσματικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inhabile, incompétent, inefficace, insuffisant, inefficaces, inefficacité, sans effet
αναποτελεσματικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incapace, inefficiente, inefficace, inefficaci, efficace, inefficacia
αναποτελεσματικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ineficaz, ineficazes, ineficiente, ineficientes, inoperante
αναποτελεσματικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ineffectief, ineffectieve, ondoeltreffend, niet effectief, inefficiënt
αναποτελεσματικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неэффективный, малопроизводительный, нераспорядительный, непроизводительный, неспособен, неумелый, неисполнительный, недейственный, неспособный, неэффективными, неэффективным, неэффективны, неэффективной
αναποτελεσματικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ineffektiv, ineffektive, ineffektivt, lite effektiv
αναποτελεσματικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ineffektiv, ineffektivt, ineffektiva, verkningslösa, verkan
αναποτελεσματικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saamaton, tehoton, kehno, ponneton, tehottomia, tehotonta, tehottomaksi, tehottomiksi
αναποτελεσματικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ineffektiv, ineffektive, ineffektivt, virkning, virkningsløse
αναποτελεσματικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neúčinný, nedostatečný, neúčinné, neefektivní, neúčinná, neúčinnou
αναποτελεσματικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieefektywny, niesprawny, nieudolny, niezdolny, niewydajny, nieskuteczny, nieskuteczne, nieskuteczna, nieefektywne, bezskuteczne
αναποτελεσματικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hatástalan, nem hatékony, hatástalanok, hatástalannak, hatástalanná
αναποτελεσματικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etkisiz, etkili, etkisizdir, etkin olmayan, yetersiz
αναποτελεσματικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неефективність, нездатність, неефективний, неефективним
αναποτελεσματικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paefektshëm, paefektshëm, joefektive, paefektshme, joefektiv
αναποτελεσματικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неефективен, неефективно, неефективни, неефективна, неефективното
αναποτελεσματικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неэфектыўны
αναποτελεσματικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tulemusetu, ebaefektiivne, ebatõhus, ebatõhusaks, ebatõhusad, ebaefektiivsed
αναποτελεσματικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nevješt, nesposoban, nedjelotvoran, bezuspješan, neefikasan, nedjelotvornim, neučinkovit
αναποτελεσματικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afkastalítill, árangurslaus, árangurslausar, óvirk, gagnslaus, ófullnægjandi
αναποτελεσματικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neveiksmingas, neefektyvus, neveiksminga, neveiksmingos, neveiksmingi
αναποτελεσματικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neefektīvs, neefektīva, neefektīvi, neefektīvas, neefektīvu
αναποτελεσματικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неефикасен, неефективни, неефикасна, неефикасни, неефективна
αναποτελεσματικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ineficace, ineficiente, ineficient, ineficientă, ineficienta
αναποτελεσματικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neefektivní, neučinkovito, neučinkovita, neučinkoviti, neučinkovit, neučinkovite
αναποτελεσματικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neschopný, neúčinný, nevýkonný, neefektívny, neúčinné, neuplatniteľný, za neúčinný
Τυχαίες λέξεις