Bizalom στα ελληνικά
Μετάφραση: bizalom, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτοπεποίθηση, εχεμύθεια, εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Μεταφράσεις
- bizalmatlanság στα ελληνικά - δυσπιστία, δυσπιστίας, έλλειψη εμπιστοσύνης, τη δυσπιστία, καχυποψία
- bizalmi στα ελληνικά - εμπιστευτικός, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
- bizalomteljes στα ελληνικά - πλήρης εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνης, αξιόπιστο, πλήρεις εμπιστοσύνης, ενισχύσουν την εμπιστοσύνη
- bizarr στα ελληνικά - αστείος, περίεργος, κωμικός, παράξενος, αλλόκοτος, παράξενη, περίεργη, ...
Τυχαίες λέξεις
Bizalom στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτοπεποίθηση, εχεμύθεια, εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Μεταφράσεις: αυτοπεποίθηση, εχεμύθεια, εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των