Αυτοπεποίθηση στα ουγγρικά

Μετάφραση: αυτοπεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bizalom, pökhendiség, bizakodás, elbizakodottság, bizalmat, bizalmát, bizalommal, vetett bizalom
Αυτοπεποίθηση στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτοπεποίθηση

αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση η τέχνη ν’ αποκτάς αυτά που θέλεις, αυτοπεποίθηση αποφθέγματα, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αυτοπεποίθηση στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αυτοματοποιώ στα ουγγρικά - Automates, Automatizálja, automaták
  • αυτονομία στα ουγγρικά - önrendelkezés, autonómia, autonómiáját, autonómiát, autonómiájának, autonómiával
  • αυτοσχεδιάζω στα ουγγρικά - improvizál, improvizálni, rögtönözni, improvizálniuk, improvizálunk
  • αυτούς στα ουγγρικά - őket, nekik, azokat, számukra
Τυχαίες λέξεις
Αυτοπεποίθηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: bizalom, pökhendiség, bizakodás, elbizakodottság, bizalmat, bizalmát, bizalommal, vetett bizalom