Cselló στα ελληνικά

Μετάφραση: cselló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσέλο, βιολοντσέλο, βιολοντσέλου, τσέλλο, βιολοντσέλλο
Cselló στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • csellengés στα ελληνικά - απότομος, απόκρημνος, καθαρός, του απαγχονισμού, απαγχονισμού, κρέμονται
  • csellista στα ελληνικά - τσελίστας, βιολοντσελίστας, τσελίστα, βιολοντσελίστα, ο τσελίστας
  • cselszövény στα ελληνικά - πρόγραμμα, ίντριγκες, δολοπλοκίες, ραδιουργίες, μηχανορραφίες, δολοπλοκιών
  • cselszövés στα ελληνικά - πλοκή, συνωμοτώ, συνωμοσία, ίντριγκα, ίντριγκες, ίντριγκας, δολοπλοκία, ...
Τυχαίες λέξεις
Cselló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσέλο, βιολοντσέλο, βιολοντσέλου, τσέλλο, βιολοντσέλλο