Díszállat στα ελληνικά
Μετάφραση: díszállat, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θωπεύω, διακοσμητικός, διακοσμητικά, καλλωπιστικών, διακοσμητικών, καλλωπιστικά
![Díszállat στα ελληνικά Díszállat στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-hu-gr-2150.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- díszvacsora στα ελληνικά - πανδαισία, συμπόσιο, επίσημων, προετοιμασίας επίσημων δείπνων, δεξιώσεων, συμποσίων
- díszvakolat στα ελληνικά - προβιά, δέρμα, γδέρνω, Διακοσμητικά, Διακοσμητικό, Διακόσμησης, Διακοσμητικές, ...
- díszítmény στα ελληνικά - στολισμός, γαρνιτούρα, γαρνίρισμα, γαρνίρετε, γαρνίρουμε, το γαρνίρισμα
- díszítmények στα ελληνικά - καλλωπισμούς, διακοσμητικά, διακόσμηση, διακοσμητικά στοιχεία, αισθητικά στοιχεία
Τυχαίες λέξεις
Díszállat στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θωπεύω, διακοσμητικός, διακοσμητικά, καλλωπιστικών, διακοσμητικών, καλλωπιστικά
Μεταφράσεις: θωπεύω, διακοσμητικός, διακοσμητικά, καλλωπιστικών, διακοσμητικών, καλλωπιστικά