Düh στα ελληνικά
Μετάφραση: düh, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπάθεια, θυμός, οργή, θυμό, θυμού, το θυμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dúsító στα ελληνικά - πλουτισμός, Εμπλουτισμός, εμπλουτισμού, τον εμπλουτισμό, Ο εμπλουτισμός
- düftin στα ελληνικά - duffle, μοντγκόμερι, μάλλινου, με μαλακές
- dühöngés στα ελληνικά - οργή, οργής, την οργή, η οργή, μανία
- dühös στα ελληνικά - θυμωμένος, θυμωμένοι, οργισμένος, θυμωμένο, θυμό
Τυχαίες λέξεις
Düh στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπάθεια, θυμός, οργή, θυμό, θυμού, το θυμό
Μεταφράσεις: εμπάθεια, θυμός, οργή, θυμό, θυμού, το θυμό