Dagadó στα ελληνικά

Μετάφραση: dagadó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλεγμονή, πρήξιμο, φούστα, ποδιά, διαφράγματος, ποδιάς, περίζωμα
Dagadó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dadogás στα ελληνικά - τραυλίζω, ψελλίζω, τραύλισμα, stutter, τραυλίζουν, να κολλάει, Διακεκομμένος
  • dagadás στα ελληνικά - φλεγμονή, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
  • daganat στα ελληνικά - κύρτωμα, καρούμπαλο, κραδασμός, όγκος, όγκου, του όγκου, όγκο, ...
  • dagi στα ελληνικά - Dagi, Ντάγκι
Τυχαίες λέξεις
Dagadó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλεγμονή, πρήξιμο, φούστα, ποδιά, διαφράγματος, ποδιάς, περίζωμα