Dió στα ελληνικά

Μετάφραση: dió, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρύδι, καρυδιά, ξύλο καρυδιάς, καρυδιάς, καρυδιές
Dió στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diéta στα ελληνικά - διατροφή, δίαιτα, διατροφής, δίαιτας, τη διατροφή
  • diétás στα ελληνικά - διαίτης, διατροφικές, διαιτητικές, διαιτητικά, διαιτητικών
  • dióbél στα ελληνικά - ψίχα, πυρήνας, πυρήνα, του πυρήνα, πυρήνα του, kernel
  • dióhéj στα ελληνικά - λίγα λόγια, Συνοπτικά, συντομία, λόγια, ολίγοις
Τυχαίες λέξεις
Dió στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρύδι, καρυδιά, ξύλο καρυδιάς, καρυδιάς, καρυδιές