Direkt στα ελληνικά

Μετάφραση: direkt, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίσιος, ευθύς, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
Direkt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diplomáciai στα ελληνικά - διπλωματικός, διπλωματικές, διπλωματικών, διπλωματική, διπλωματικής
  • diptichon στα ελληνικά - δίπτυχο, δίπτυχα, δίπτυχες, δίπτυχου
  • direktrix στα ελληνικά - σκηνοθέτης, διευθετούσα, διευθετούσας, directrix, διευθύνουσα την ευθεία
  • direktórium στα ελληνικά - Κατάλογος, ευρετηρίου, Directory, Κατάλογο, Ευρετήριο
Τυχαίες λέξεις
Direkt στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίσιος, ευθύς, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης