Divat στα ελληνικά

Μετάφραση: divat, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οργή, μανία, φουντώνω, λυσσομανώ, μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα
Divat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diszpécser στα ελληνικά - Αποστολή, αποστολής, Κατανομής, Παράδοση, Παράδοση σε
  • disztribúció στα ελληνικά - διανομή, κατανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
  • divatbáb στα ελληνικά - σπιθοβολώ, απλώστρα
  • divatkellékek στα ελληνικά - αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
Τυχαίες λέξεις
Divat στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οργή, μανία, φουντώνω, λυσσομανώ, μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα