Együttlétezés στα ελληνικά
Μετάφραση: együttlétezés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνύπαρξη, συνύπαρξης, τη συνύπαρξη, συμβίωση, της συνύπαρξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- együttható στα ελληνικά - συντελεστής, συντελεστή, συντελεστή που, συντελεστών, ο συντελεστής
- együttlét στα ελληνικά - συνύπαρξη, σύμπνοια, συντροφικότητας, συναδέλφωσης, συλλογικότητας, συντροφικότητα
- együttzengés στα ελληνικά - απήχηση, ηχηρότητα
- együttélés στα ελληνικά - συνύπαρξη, συνύπαρξης, τη συνύπαρξη, της συνύπαρξης, συμβίωση
Τυχαίες λέξεις
Együttlétezés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνύπαρξη, συνύπαρξης, τη συνύπαρξη, συμβίωση, της συνύπαρξης
Μεταφράσεις: συνύπαρξη, συνύπαρξης, τη συνύπαρξη, συμβίωση, της συνύπαρξης