Egyesített στα ελληνικά

Μετάφραση: egyesített, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίνω, σε συνδυασμό, συνδυασμένη, συνδυασμένες, συνδυασμένα, συνδυάζονται
Egyesített στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • egyenértékes στα ελληνικά - αντίστοιχος, ισότιμος, ισοδύναμος, ισοδύναμο, ισοδύναμη, ισοδύναμου, ισοδύναμες
  • egyes στα ελληνικά - ενικός, μοναδικός, ιδιόμορφος, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ...
  • egyesítés στα ελληνικά - ενοποίηση, ενοποίησης, ένωση, την ενοποίηση, επανένωση
  • egyesület στα ελληνικά - ταινία, σύνδεσμος, σχέση, σύνδεσης, ένωση, συνδέσμου
Τυχαίες λέξεις
Egyesített στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίνω, σε συνδυασμό, συνδυασμένη, συνδυασμένες, συνδυασμένα, συνδυάζονται