Elhamarkodott στα ελληνικά
Μετάφραση: elhamarkodott, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισπεύδω, βιαστικός, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elhalványulás στα ελληνικά - ξεθώριασμα, το ξεθώριασμα, στο ξεθώριασμα, εξασθένιση, διαλείψεων
- elhalás στα ελληνικά - νέκρωση, νέκρωσης, νεκρώσεως, νέκρωση του, νέκρωσης των
- elhamarkodottság στα ελληνικά - βιασύνη, ορμή, αυθορμητισμός, απερισκεψία, την απερισκεψία, τις επιπολαιότητες, επιπολαιότητες
- elhamvasztás στα ελληνικά - αποτέφρωση, αποτέφρωσης, καύση, καύσης, την αποτέφρωση
Τυχαίες λέξεις
Elhamarkodott στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισπεύδω, βιαστικός, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά
Μεταφράσεις: επισπεύδω, βιαστικός, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά