Erekció στα ελληνικά

Μετάφραση: erekció, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόρνα, σάλπιγγα, στύση, ανέγερση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
Erekció στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eredményesség στα ελληνικά - αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας
  • eredménytelenség στα ελληνικά - ανεπάρκεια, ανικανότητα, αναποτελεσματικότητα, αναποτελεσματικότητας, ανεπάρκειας
  • ereklye στα ελληνικά - υπόλειμμα, λείψανο, λείψανα, κατάλοιπο, κειμήλιο, απομεινάρι
  • ereklyetartó στα ελληνικά - λάρνακα, παρεκκλήσι, βωμός, λειψανοθήκη, ναός, ιερό, ιερού
Τυχαίες λέξεις
Erekció στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόρνα, σάλπιγγα, στύση, ανέγερση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης