Λέξη: ειδήσεις
Σχετικές λέξεις: ειδήσεις
ειδήσεις σήμερα, ειδήσεις θεσσαλονίκη, ειδήσεις τώρα σκαι, ειδήσεις τώρα ελλάδα, ειδήσεις τώρα, ειδήσεις πάτρα, ειδήσεις mega, ειδήσεις ουκρανία, ειδήσεις google, ειδήσεις τώρα ζουγκλα, ειδησεις, ειδήσεις ελλάδα, τελευταίες ειδήσεις, live ειδήσεις, ειδήσεις νετ, νέα ειδήσεις, mega ειδήσεις, ζουγκλα ειδήσεις
Συνώνυμα: ειδήσεις
νέα, νέο, χαμπάρι
Μεταφράσεις: ειδήσεις
ειδήσεις στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
news, the news
ειδήσεις στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
novedad, nueva, noticias, noticia, de noticias, noticias de, las noticias
ειδήσεις στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachricht, neuigkeiten, neuen, neuigkeit, nachrichten, Nachrichten, Neuigkeiten, Nachricht, News
ειδήσεις στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
actualités, nouveauté, renseignement, bruit, nouvelles, innovation, nouvelle, information
ειδήσεις στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
novità, notizie, notizia, Novità, di notizie, notizie su
ειδήσεις στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
novo, notícia, novidades, Notícias, de notícias, news
ειδήσεις στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nieuwigheid, nieuwtje, nieuws, News, Nieuwsbrief, nieuws van, het nieuws
ειδήσεις στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
донесение, новь, новинка, весточка, уведомление, извещение, кинохроника, сообщение, весть, новость, известия, известие, новости, новостей, News, весточки
ειδήσεις στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etterretning, nyheter, News, Nyhetsbrev, nyheten, nyhetene
ειδήσεις στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nyhet, nyheter, news, nyheterna, nyhets, nyheten
ειδήσεις στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uutinen, uutiset, uutisia, News
ειδήσεις στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nyheder, News, nyhed, nyt, nyheden
ειδήσεις στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zpráva, zprávy, novinka, novinky, aktuality
ειδήσεις στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wiadomość, wieść, nowość, nowina, gazeta, partyjka, aktualności, informacja
ειδήσεις στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hírek, hír, Hírek, News, híreket, hírt
ειδήσεις στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
haber, haberler, haberleri, news, bir haber
ειδήσεις στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вість, новині, новина, звістка, звістки, новини, Новости, новини України
ειδήσεις στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lajm, lajmeve, lajm i, e lajmeve, lajme të
ειδήσεις στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
новости, новини, новина, News, на училища
ειδήσεις στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
навіны
ειδήσεις στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uudised, uudis, uudiseid, uudiste, news
ειδήσεις στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vijesti, novost, novine, novosti, vijest, Novosti, News, je vijest
ειδήσεις στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fréttir, fregn, tíðindi, fréttirnar, News, Heimild Fréttir, Leita
ειδήσεις στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
naujiena, naujienos, naujienų, news, žinia
ειδήσεις στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ziņas, ziņa, jaunumi, News, ziņu
ειδήσεις στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вести, вест, вестите, веста, новости
ειδήσεις στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
noutate, știri, de știri, veste, Noutăți despre, noutăți
ειδήσεις στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
novice, novinka, poročila, news, novica, novic, Aktualno
ειδήσεις στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
novinky, novinka, správy, správ, správu, správe, správa