Függvény στα ελληνικά
Μετάφραση: függvény, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργώ, δεξίωση, λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Μεταφράσεις
- független στα ελληνικά - τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ...
- függetlenség στα ελληνικά - ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
- függvényváltozó στα ελληνικά - μεταβλητός, μεταβλητή λειτουργία
- függvényábra στα ελληνικά - καμπυλώνω, καμπύλη, κυρτώνω, Σχήμα, Εικόνα, Το Σχήμα, Η Εικόνα, ...
Τυχαίες λέξεις
Függvény στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργώ, δεξίωση, λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Μεταφράσεις: λειτουργώ, δεξίωση, λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία