Λειτουργώ στα ουγγρικά

Μετάφραση: λειτουργώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendeltetés, függvény, tisztség, funkció, működik, működnek, működni, működését, működtetni
Λειτουργώ στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λειτουργώ

λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ συνώνυμα, λειτουργώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λειτουργώ στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • λειτουργία στα ουγγρικά - rendeltetés, üzemeltetés, függvény, funkció, tisztség, funkciót, funkcióval, ...
  • λειτουργικός στα ουγγρικά - harcképes, operatív, funkcionális, operációs, formai, gyakorlati, funkciós, ...
  • λειχήνες στα ουγγρικά - sömör, zuzmó, zuzmók, zuzmófajták, A zuzmófajták, zuzmókat, zuzmófajták a
  • λειψανοθήκη στα ουγγρικά - ereklyetartó, az ereklyetár, ereklyetár, ereklyetartót, ereklyetartóba
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: rendeltetés, függvény, tisztség, funkció, működik, működnek, működni, működését, működtetni