Gyújtónyílás στα ελληνικά
Μετάφραση: gyújtónyílás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διέξοδος, τρύπα, υποδοχή, σχισμή, σχισμής, εγκοπή, slot
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gyújtókészülék στα ελληνικά - συσκευή, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
- gyújtólyuk στα ελληνικά - διέξοδος, τρύπα, οπή, οπής, οπών, τρύπας
- gyújtóponti στα ελληνικά - εστιακός, εστιακό, εστίασης, εστιακή, εστιακού
- gyújtós στα ελληνικά - προσάναμμα, kindling, πυροδότηση, άναμμα, έναυσης
Τυχαίες λέξεις
Gyújtónyílás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διέξοδος, τρύπα, υποδοχή, σχισμή, σχισμής, εγκοπή, slot
Μεταφράσεις: διέξοδος, τρύπα, υποδοχή, σχισμή, σχισμής, εγκοπή, slot