Hasított στα ελληνικά
Μετάφραση: hasított, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζω, διχοτομία, μοίρα, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hasáblevonat στα ελληνικά - παραδρομή, γλιστρώ, γλίστρημα, ολίσθημα
- hasé στα ελληνικά - μάσσω, λιανίζω, ακκίζομαι, ψιλοκόβω, κολάζω
- hasíték στα ελληνικά - σχισμή, Δ.Σ.Ε., DAG, ΚΑΓ, του Δ.Σ.Ε., Σκαμμένη
- hasüregi στα ελληνικά - γαστρικός, κοιλιακός, κοιλιακό, κοιλιακή, κοιλιακού, κοιλιακής
Τυχαίες λέξεις
Hasított στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζω, διχοτομία, μοίρα, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Μεταφράσεις: μοιράζω, διχοτομία, μοίρα, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη