Haszontalan στα ελληνικά

Μετάφραση: haszontalan, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, ανήμπορος, ασήμαντος, κόλπα
Haszontalan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • haszon στα ελληνικά - απολαβή, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή
  • haszonbérlet στα ελληνικά - εκμίσθωση, μίσθωση, μίσθωσης, μισθωμάτων, μισθώσεως
  • haszontalanság στα ελληνικά - ματαιοπονία, ματαιότητα, ματαιότητας, μάταιο, ανώφελο
  • haszonélvezet στα ελληνικά - χρησιμοποιώ, χρήση, επικαρπία, επικαρπίας, την επικαρπία, της επικαρπίας, σύστημα της επικαρπίας
Τυχαίες λέξεις
Haszontalan στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, ανήμπορος, ασήμαντος, κόλπα