Injekció στα ελληνικά
Μετάφραση: injekció, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ingás στα ελληνικά - ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, πείθω, ταλάντευση, εξουσία, επιρροή, κυριαρχία, ...
- ingázás στα ελληνικά - Μετακινήσεις, Μετακίνησης, Διασυνοριακή, Η διασυνοριακή μετακίνηση, διασυνοριακή μετακίνηση
- inklináció στα ελληνικά - βουτώ, κλίση, κλίσης, κλίσεως, τάση, την κλίση
- inkognitóban στα ελληνικά - ινκόγκνιτο, ανώνυμης περιήγησης, ανώνυμη περιήγηση, ανώνυμο σερφάρισμα, για ανώνυμη περιήγηση
Τυχαίες λέξεις
Injekció στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Μεταφράσεις: ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης