Ένεση στα ουγγρικά
Μετάφραση: ένεση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
befecskendezés, injekció, injekciós, injekciót, befecskendező
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένεση
ένεση βιταμίνης κ, ένεση στο μάτι, ένεση ινσουλίνης, ένεση ονειροκρίτης, ένεση καμφοράς, ένεση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ένεση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ένδειξη στα ουγγρικά - javallat, indikáció, rámutatás, leolvasás, feltüntetés, jelzés, jelzéssel, ...
- ένδοξος στα ουγγρικά - dicső, dicsőséges, csodálatos, dicsõséges, ragyogó
- ένζυμο στα ουγγρικά - enzim, enzimet, enzimmel, enzimek, enzimes
- ένιωθα στα ουγγρικά - nemez, filc, éreztem, úgy éreztem, éreztem magam
Τυχαίες λέξεις
Ένεση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: befecskendezés, injekció, injekciós, injekciót, befecskendező
Μεταφράσεις: befecskendezés, injekció, injekciós, injekciót, befecskendező