Kényelmesség στα ελληνικά
Μετάφραση: kényelmesség, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεση, καταπραΰνω, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kéménytoldat στα ελληνικά - πρωτεύουσα, καλύπτρες, κουκούλες, κεφαλές, Οι καλύπτρες
- kénsav στα ελληνικά - θειικό οξύ, θειικού οξέος, θειικού οξέως, το θειικό οξύ, θειϊκό οξύ
- kényelmetlen στα ελληνικά - τραχύς, πρόχειρος, σκληρός, άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, ...
- kényelmetlenség στα ελληνικά - δυσφορία, ταλαιπωρία, ενόχληση, δυσφορίας, ενοχλήσεις
Τυχαίες λέξεις
Kényelmesség στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεση, καταπραΰνω, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
Μεταφράσεις: άνεση, καταπραΰνω, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή