Kíséret στα ελληνικά

Μετάφραση: kíséret, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνοδεία, συνοδός, συνοδείας, συνοδό, συνοδών
Kíséret στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kínzó στα ελληνικά - έντονος, οξυδερκής, οξύς, βασανιστής, βασανιστή, βασανιστή της, βασανιστικό
  • kínálat στα ελληνικά - παροχή, προμήθεια, παρέχω, χορήγηση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
  • kísérleti στα ελληνικά - πιλότος, πιλοτάρω, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
  • kísértet στα ελληνικά - φάντασμα, φαντασμάτων, φαντάσματα, ghost
Τυχαίες λέξεις
Kíséret στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνοδεία, συνοδός, συνοδείας, συνοδό, συνοδών