Kövérkés στα ελληνικά

Μετάφραση: kövérkés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμάτος, ολικός, μεστός, πλήρης, κοντόχονδρος
Kövérkés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • követés στα ελληνικά - παρακολούθηση, ακολουθία, οπαδοί, παρακολούθησης, εντοπισμού, εντοπισμό, καταδίωξη
  • kövér στα ελληνικά - παχουλός, τροφαντός, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
  • kövület στα ελληνικά - απολίθωμα, ορυκτών, ορυκτά, τα ορυκτά, των ορυκτών
  • köz στα ελληνικά - λωρίδα, δρομάκι, πάροδος, δημόσιο, κοινό, Δημόσιας, Δημόσια, ...
Τυχαίες λέξεις
Kövérkés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμάτος, ολικός, μεστός, πλήρης, κοντόχονδρος