Kertészkedés στα ελληνικά

Μετάφραση: kertészkedés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηπουρικός, κηπουρική, κηπουρικής, την κηπουρική, η κηπουρική
Kertészkedés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kertészet στα ελληνικά - κηπουρική, φυτοκομία, την κηπουρική, φυτοκομίας, κηπευτική
  • kertészeti στα ελληνικά - κηπευτικά, κηπευτικών, κηπευτικής, κηπευτική, κηπευτικές
  • kerub στα ελληνικά - χερουβείμ, αγγελούδι, χερούβ, χερουβ, cherub
  • kerék στα ελληνικά - τροχός, ρόδα, τροχού, τροχό, τροχών
Τυχαίες λέξεις
Kertészkedés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηπουρικός, κηπουρική, κηπουρικής, την κηπουρική, η κηπουρική