Kiégetés στα ελληνικά
Μετάφραση: kiégetés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kiáramló στα ελληνικά - ακουστικός, ρέουν, ρέει, ροή, που ρέει, απορρέουν
- kiárusítás στα ελληνικά - πώληση, την πώληση, πώλησης, προς πώληση, πωλήσεως
- kiéhezett στα ελληνικά - πεινασμένα, Λιμοκτονούντος, νηστεία, πεινασμένο, Starved
- kiértékelés στα ελληνικά - αξιολόγηση, εκτίμηση, αξιολόγησης, την αξιολόγηση, της αξιολόγησης
Τυχαίες λέξεις
Kiégetés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
Μεταφράσεις: καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται