Kifelé στα ελληνικά
Μετάφραση: kifelé, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kifejezéstelen στα ελληνικά - όχι εκφραστικός, ανέκφραστο, εκφραστικός, ανέκφραστοι
- kifejlés στα ελληνικά - κεφάλι, ηγούμαι
- kifenés στα ελληνικά - περιβάλλον
- kificamodás στα ελληνικά - εξάρθρωση, μετατόπιση, εξάρθρωσης, εξάρθρημα, αποδιάρθρωση
Τυχαίες λέξεις
Kifelé στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
Μεταφράσεις: έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται