Kikészítetlen στα ελληνικά
Μετάφραση: kikészítetlen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kikényszerítés στα ελληνικά - εφαρμογή, επιβολή, επιβολής, εκτέλεση, επιβολής του
- kikérdezés στα ελληνικά - ανάκριση, προβληματισμός, αμφισβήτηση, ανάκρισης, ανακρίσεις
- kikészített στα ελληνικά - ντυμένος, ντυμένοι, δέψη
- kiköltés στα ελληνικά - επώαση
Τυχαίες λέξεις
Kikészítetlen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωμός
Μεταφράσεις: ωμός