Kimerülés στα ελληνικά
Μετάφραση: kimerülés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατυχία, καημός, θλίψη, αγωνία, εξάντληση, μείωση, εξάντλησης, την εξάντληση, μείωση του
Μεταφράσεις
- kimerítés στα ελληνικά - εξάντληση, μείωση, εξάντλησης, την εξάντληση, μείωση του
- kimerült στα ελληνικά - εξαντλημένος, εξαντληθεί, εξαντλήσει, εξαντληθούν, εξάντληση
- kimeszelés στα ελληνικά - πλένω, πλύνω
- kimondottan στα ελληνικά - συγκεκριμένα, ειδικά, ειδικότερα, ειδικώς, ρητά
Τυχαίες λέξεις
Kimerülés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατυχία, καημός, θλίψη, αγωνία, εξάντληση, μείωση, εξάντλησης, την εξάντληση, μείωση του
Μεταφράσεις: ατυχία, καημός, θλίψη, αγωνία, εξάντληση, μείωση, εξάντλησης, την εξάντληση, μείωση του