Kiszolgáló στα ελληνικά

Μετάφραση: kiszolgáló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόλουθος, διακομιστή, διακομιστή Ο, διακομιστής, του διακομιστή, του server
Kiszolgáló στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kiszolgáltatás στα ελληνικά - μετάφραση, παράδοση, απόδοση, παράδοσης, παραδόσεων, παραδόσεις
  • kiszolgálás στα ελληνικά - μερίδα, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών
  • kiszorítás στα ελληνικά - Κάλυψη, αποπνικτικού, Πνίγει, πνίξιμο, στραγγαλισμό
  • kiszállás στα ελληνικά - αποβίβαση, αποβίβασης, την αποβίβαση, η αποβίβαση, αποβίβαση των
Τυχαίες λέξεις
Kiszolgáló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόλουθος, διακομιστή, διακομιστή Ο, διακομιστής, του διακομιστή, του server