Λέξη: παρανυχίδα

Σχετικές λέξεις: παρανυχίδα

aids παρανυχίδα, παρωνυχίδα αντιμετωπιση, παρανυχίδα με πυον, οξεια παρωνυχίδα, παρωνυχίδα μολυνση, παρωνυχίδα φλεγμονή, παρωνυχίδα στα σκυλια, παρωνυχίδα θεραπεία

Συνώνυμα: παρανυχίδα

κακούργος, παρωνυχίς, παρωνυχίδα

Μεταφράσεις: παρανυχίδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cuticle, felon, whitlow, hangnail
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
delincuente, felón, criminal, felon
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nagelhaut, oberhaut, Schwerverbrecher, Verbrecher, felon, Täter
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pellicule, cuticule, criminel, félon, felon, malfaiteur, forçat
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fellone, criminale, felon, delinquente, malfattore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criminoso, felon, criminosa, foragido, delinqüente
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nagelriem, misdadiger, crimineel, felon, fijt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кутикула, надкожица, кожица, преступник, панариций, уголовник, уголовником, уголовника
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbryter, forbryteren, kriminell, felon, forbryteren fortsatt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brottsling, felon, förbrytare, grov förbrytare
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rikoksentekijä, felon, rikollinen, sormimärkimä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbryder, felon, bullen finger, misdæders
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
blanka, kůžička, pokožka, zločinec, zločince, zločincem, lotr
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skórka, naskórek, przestępca, zbrodniarz, delikwent, zastrzał, felon
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gonosztevő, bűnöző, gonosztevőt, bûnözõ
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dolama, suçlu, felon, cani, sabıkalı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
злочинець, злочинця
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kriminel, Krimineli, lig, i lig, Krimineli i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разбойник, углавен престъпник, престъпник
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
злачынец, злачынца, злодзей
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kraat, kutilikul, kurjategija, roimar
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zločinac, kriminalac, prijestupnik, prestupnik
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
felon
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiaurus, nusikaltėlis, Žiauriai, landuonis, Zastrzał
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kriminālnoziedznieks, noziedznieks, nagu ēde, ļauns
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
престапник, панацериум, престапникот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
infractor, felon, criminal, delicvent, delincvent
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Crimes, Tatica, Felon
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zločinec, zločinca, zločincom, nejaký zločinec, zlocinec
Τυχαίες λέξεις