Kiváltképpen στα ελληνικά

Μετάφραση: kiváltképpen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, ιδιαιτέρως, ειδικότερα, κυρίως
Kiváltképpen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kiválasztott στα ελληνικά - αριθμός, επιλεγμένα, επιλεγεί, επιλέγεται, επιλεγμένη, επιλεγμένες
  • kiválogatás στα ελληνικά - συλλογή, ποικιλία, κατάταξη, γκάμα, συλλογή ειδών αλληλογραφίας
  • kiváltság στα ελληνικά - προνόμιο, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο
  • kiváltságlevél στα ελληνικά - ναύλωση, καταστατικός χάρτης, Χάρτη, τσάρτερ, charter
Τυχαίες λέξεις
Kiváltképpen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, ιδιαιτέρως, ειδικότερα, κυρίως