Lökés στα ελληνικά
Μετάφραση: lökés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραδασμός, κύρτωμα, καρούμπαλο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Μεταφράσεις
- lökhajtásos στα ελληνικά - πετώ, αεριωθούμενο, τζετ, jet, πίδακα, εκτόξευση, αεριωθούμενων
- lökhárító στα ελληνικά - ασπίδα, προφυλακτήρας, προφυλακτήρα, του προφυλακτήρα, προφυλακτήρων
- lökésgátló στα ελληνικά - αμορτισέρ, απορροφήσεως κρούσεων, απορροφητή κραδασμών, απορροφητών κρούσεων
- lösz στα ελληνικά - κίτρινη ασβεστώδης λάσπη, loess, όπου παρατηρούνται απώλειες, ασβεστιτικός πηλός, ασβεστιτικός
Τυχαίες λέξεις
Lökés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραδασμός, κύρτωμα, καρούμπαλο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Μεταφράσεις: κραδασμός, κύρτωμα, καρούμπαλο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης