Λέξη: συμπόνια
Σχετικές λέξεις: συμπόνια
συμπόνια κανενός, συμπόνια συνώνυμο, συμπόνια συνώνυμα, συμπόνια και την κοινωνική συμβίωση, συμπόνια ή συμπόνια, συμπόνια βιβλιο, συμπόνια και στοργή στη χρυσή αυγή, συμπόνια τουρκικη σειρα, συμπόνια λεξικό, συμπόνια ετυμολογία
Συνώνυμα: συμπόνια
φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, φιλανθρωπικό έργο, ευσπλαχνία, ευμένεια, συμπάθεια
Μεταφράσεις: συμπόνια
συμπόνια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compassion, sympathy, of compassion, compassionate
συμπόνια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
compasión, la compasión, misericordia, de compasión
συμπόνια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mitleid, Mitgefühl, Mitleid, Barmherzigkeit, Mitgefühls, Erbarmen
συμπόνια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apitoiement, attendrissement, pitié, compassion, condoléance, miséricorde, la compassion, de compassion, de la compassion
συμπόνια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compassione, la compassione, pietà, di compassione, misericordia
συμπόνια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
piedade, compaixão, a compaixão, compassion, da compaixão
συμπόνια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
medelijden, erbarmen, mededogen, medeleven, compassie, barmhartigheid
συμπόνια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соболезнование, сочувствие, сердобольность, сострадание, жалость, сострадания, милосердие, состраданием
συμπόνια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
medlidenhet, medfølelse, barmhjertighet, medynk, barmhjertig
συμπόνια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medlidande, medkänsla, barmhärtighet, medkänslan
συμπόνια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sääli, armahtavaisuus, myötätunto, myötätuntoa, myötätunnon, sääliä, myötätunnosta
συμπόνια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
medlidenhed, medfølelse, barmhjertighed, omsorg
συμπόνια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soustrast, slitování, soucit, soucitu, soucítění, soucitem
συμπόνια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
współczucie, politowanie, litość, miłosierdzie, współczucia, współczuciem
συμπόνια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
könyörület, szánalom, együttérzés, az együttérzés, együttérzést, részvét
συμπόνια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acıma, merhamet, şefkat, merhameti, şefkati, sevgi
συμπόνια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жалість, співчуття, жаль, милосердя
συμπόνια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhembshuri, dhembshuria, mëshirë, mëshira, dhembshurinë
συμπόνια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съчувствие, състрадание, състраданието, смили, милост
συμπόνια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спачуванне, спагада, спагаду, спачуваньне
συμπόνια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaastunne, kaasaelamine, kaastunnet, kaastunde, kaastundest, kaastundega
συμπόνια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sućut, sažaljenje, samilost, suosjećanje, suosjećanja, suosjećajnost
συμπόνια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samúð, samkennd, miskunnsemi, miskunn, umhyggju
συμπόνια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gailestis, užuojauta, užuojautos, gailestingumas, atjauta, atjautos
συμπόνια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līdzjūtība, līdzjūtību, līdzcietība, līdzjūtības, žēlsirdība
συμπόνια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сожалување, сочувството, сочувство, сомилост, сочуство
συμπόνια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
milă, compasiune, compasiunea, compasiunii, mila
συμπόνια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sočutje, sočutja, sočutju, usmiljenje
συμπόνια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
súcit, súcitu, sústrasť
Τυχαίες λέξεις