Löket στα ελληνικά

Μετάφραση: löket, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκεφαλικό, χτύπημα, χαϊδεύω, κτύπημα, αποπληξία, προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο
Löket στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lóversenyzés στα ελληνικά - ιπποδρομίες, ιπποδρομιών, ιππασίας στο Ίντερνετ, ιπποδρόμου, άλογο ιπποδρομιών
  • lóállomány στα ελληνικά - στάβλος, σταθερός, horsing
  • lökhajtásos στα ελληνικά - πετώ, αεριωθούμενο, τζετ, jet, πίδακα, εκτόξευση, αεριωθούμενων
  • lökhárító στα ελληνικά - ασπίδα, προφυλακτήρας, προφυλακτήρα, του προφυλακτήρα, προφυλακτήρων
Τυχαίες λέξεις
Löket στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκεφαλικό, χτύπημα, χαϊδεύω, κτύπημα, αποπληξία, προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο